- τετράπτυχος
- τετρά-πτῠχος, ον,A fourfold, Hp.Off.12 (and Gal. ad loc., 18(2).822), Gal. 14.793.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράπτυχος — η, ο / τετράπτυχος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, ο διπλωμένος στα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πτυχος (< πτυχή), πρβλ. τρί πτυχος] … Dictionary of Greek
τετράπτυχον — τετράπτυχος fourfold masc/fem acc sg τετράπτυχος fourfold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπτύχοις — τετράπτυχος fourfold masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπτύχους — τετράπτυχος fourfold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπτύχῳ — τετράπτυχος fourfold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραθέλυμνος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, τετράπτυχος («σάκος τετραθέλυμνον» ασπίδα από τέσσερα δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. θέλυμνον] … Dictionary of Greek